παραβλητός

παραβλητός
παρα-βλητός, ή, όν,
A comparable, Plu.Aem.7, Gal.Nat.Fac.3.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραβλητός — comparable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλητός — ή, ό / Α παραβλητός, όν, ΝΑ [παραβάλλω] αυτός που μπορεί να παραβληθεί, να συγκριθεί με άλλον …   Dictionary of Greek

  • παραβλητά — παραβλητός comparable neut nom/voc/acc pl παραβλητά̱ , παραβλητός comparable fem nom/voc/acc dual παραβλητά̱ , παραβλητός comparable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλητόν — παραβλητός comparable masc acc sg παραβλητός comparable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλητικός — ή, όν, Α [παραβλητός] 1. αυτός που παραβάλλει, που συγκρίνει 2. γραμμ. συγκριτικός. επίρρ... παραβλητικῶς Α 1. συγκριτικά 2. παράλληλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”